Ορφανό

Ορφανό
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 6 μ.) του νομού Ξάνθης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • αναδένω — (Α ἀναδέω*) [ἀναδέω] 1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος 2. δένω κάτι προς τα επάνω, τό υψώνω και τό συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ. 3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση 4. δένω με μαγικό επίδεσμο 5. προσκολλώ μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αναδεσάρι — το ορφανό αρνί ή ερίφιο που προσκολλάται σε άλλη μητέρα για να θηλάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάδεση + άρι*. ΠΑΡ. αναδεσαριά] …   Dictionary of Greek

  • απορφάνιση — η 1. το να καθιστά κανείς κάποιον ορφανό ή το να καθίσταται ορφανός, η ορφάνια 2. (για μέλισσες) το να απομένουν χωρίς βασίλισσα 3. εγκατάλειψη, απομόνωση, μοναξιά …   Dictionary of Greek

  • απορφανίζω — (AM ἀπορφανίζω) ( ομαι) γίνομαι ορφανός νεοελλ. ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό αρχ. ( ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι …   Dictionary of Greek

  • αϊδάρω — και αϊδαρίζω βοηθώ, ενισχύω (στίχ. «αϊδάρετέ με τ ορφανό να χτίσω μοναστήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. aidar «βοηθώ». ΠΑΡ. αϊδαρίζω, αϊδάριση, αϊδαριστής] …   Dictionary of Greek

  • ορφανίζω — (Α ὀρφανίζω) [ορφανός] κάνω κάποιον ορφανό, τού στερώ τους γονείς αρχ. 1. στερώ, αποστερώ («ὀρφανίζεσθαι τῶν φίλων», Γοργι.) 2. εκβάλλω, αφαιρώ 3. απαλείφω, εξαλείφω …   Dictionary of Greek

  • ορφανικός — ή, ό (ΑΜ ὀρφανικός, ή, όν) [ορφανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια αρχ. 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῑκα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πλευροπάτωρ — ορος, ὁ, Μ (για τον Αδάμ) αυτός που έγινε πατέρας από την πλευρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ορφανο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Αλμερέιδα, Μιγκέλ — (Miguel Almereyda, Μπεζιέ 1883 – Παρίσι 1917). Ψευδώνυμο του Γάλλου αναρχικού και ειρηνιστή Ευγένιου Βιγκό (Eugene Vigo). Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε ηλικία 15 ετών και αναμείχθηκε έντονα στο επαναστατικό κίνημα. Κατά την περίοδο της αρθρογραφίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”